εκταφή — η 1. εξαγωγή νεκρού ή τών οστών του από τον τάφο, ξεθάψιμο, ξέθαμμα 2. εξαγωγή πράγματος χωμένου στη γη, εκσκαφή, ξέχωμα … Dictionary of Greek
οστεοφυλάκιο — Χώρος στον οποίο φυλάσσονται τα οστά. Σε όλα τα νεκροταφεία υπάρχει ένα μικρό δωμάτιο στο οποίο φυλάσσονται τα οστά των νεκρών μετά την παρέλευση συνήθως μιας τριετίας. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν μικρά ο. κατά μήκος των διαδρόμων των… … Dictionary of Greek
άνοιγμα — το (Α ἄνοιγμα) η πράξη του να ανοίγει κανείς κάτι νεοελλ. 1. μέρος από όπου υπάρχει πέρασμα, η δίοδος, η είσοδος 2. (για ρούχα) το μέρος του υφάσματος που δεν είναι ραμμένο, που παραμένει ελεύθερο 3. το μέρος του δάσους που δεν έχει δέντρα,… … Dictionary of Greek
ανακομιδή — η (Α ἀνακομιδή) [ἀνακομίζω] επαναφορά, επάνοδος, επιστροφή, μεταφορά νεοελλ. εκταφή και μεταφορά τών οστών νεκρού σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού αρχ. 1. ανάληψη, ανάκτηση 2. ανάρρωση από ασθένεια 3. απόσπαση, βγάλσιμο … Dictionary of Greek
ξέθαμμα — το [ξεθάβω] 1. εκταφή 2. μτφ. ανακάλυψη και εμφάνιση λησμονημένων ή κρυμμένων πραγμάτων ή γεγονότων … Dictionary of Greek
ξέχωμα — και ξέχωσμα, το [ξεχώνω] 1. εξαγωγή ενός πράγματος βαθιά χωμένου στη γη 2. εκταφή νεκρού … Dictionary of Greek
ξεθάβω — και ξεθάφτω και ξεθάπτω 1. βγάζω κάποιον ή κάτι από τον τάφο, κάνω εκταφή 2. ανακαλύπτω και εμφανίζω κάτι λησμονημένο ή κρυμμένο («πού τά ξέθαψες όλα αυτά;») … Dictionary of Greek
ξεθάψιμο — το εξαγωγή θαμμένου ανθρώπου ή πράγματος από τη γη, εκταφή … Dictionary of Greek
ξέθαμμα — το, ατος εκταφή, ξεθάψιμο, αποκάλυψη, φανέρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξέχωμα — ξέχωμα, το και ξέχωσμα, το, ατος το αποτέλεσμα του ξεχώνω, ξεθάψιμο, ανακομιδή οστών νεκρού, εκταφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)